- κατουροκάνατο
- τοουροδοχείο, καθοίκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθίκι — το 1. ουροδοχείο, δοχείο της νύχτας, κατουροκάνατο: Χρησιμοποιούσε καθίκι για να μη βγαίνει τη νύχτα έξω από το δωμάτιό του. 2. βρομάνθρωπος, ρυπαρή ψυχή, κάθαρμα: Να μην ξαναδώ μπροστά μου αυτό το καθίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)